Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέατος
δέγμενος
δέγμον
δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
δεδοικότως
δεδοίκω
δεδοκημένος
View word page
δέδια
δέδια, poet. δείδια,
A). v. δείδω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδια
Headword (normalized):
δέδια
Headword (normalized/stripped):
δεδια
IDX:
23609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέδια</span>, poet. <span class="orth greek">δείδια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δείδω.</span> </div> </div><br><br>'}