Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάψιλδε
δεά
δέατο
δέατος
δέγμενος
δέγμον
δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
δεδίττομαι
δεδμάων
δέδμημαι
View word page
δέδηε
δέδηε, δεδήει,
A). v. δαίω (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδηε
Headword (normalized):
δέδηε
Headword (normalized/stripped):
δεδηε
IDX:
23606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέδηε</span>, <span class="orth greek">δεδήει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δαίω</span> (A).</div> </div><br><br>'}