Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαψιλός
δάω
δέ1
δάψιλδε
δεά
δέατο
δέατος
δέγμενος
δέγμον
δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
δεδίσκηται
δεδίσκομαι
δεδιττέον
View word page
δεδαώς
δεδαώς,
A). v. Δάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδαώς
Headword (normalized):
δεδαώς
Headword (normalized/stripped):
δεδαως
IDX:
23603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεδαώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Δάω.</span> </div> </div><br><br>'}