Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαψίλεια
δαψιλεύομαι
δαψιλής
δαψιλός
δάω
δέ1
δάψιλδε
δεά
δέατο
δέατος
δέγμενος
δέγμον
δεδαίαται
δεδαώς
δεδέαται
δεδεῖσαι
δέδηε
δεδημευμένως
δεδηνῶσθαι
δέδια
δεδιότως
View word page
δέγμενος
δέγμενος,
A). v. δέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέγμενος
Headword (normalized):
δέγμενος
Headword (normalized/stripped):
δεγμενος
IDX:
23600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέγμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}