δαφοινός
δᾰφοινός, όν (ή, όν C. 3.440 ; δαφοινή as etym. of δάφνη in ND 32 ), epith. of savage animals,
A). tawny (as expld. by most Gramm., though some also give blood-reeking), δαφοινὸν δέρμα λέοντος ; 10.23 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός 2.308 ; θῶες δ. 11.474 ; λαῖφος δ’ ἐπὶ νῶτα δαφοινὸν λυγκὸς ἔχει h.Pan. 23 ; πῆμα δ., of the dragon h.Ap. 304 ; , δ. ἀετός Pr. 1022 ; λεόντων ἁ δ. ἴλα Alc. 581 (lyr.); δ. ἄγρα tawny, N. 3.81 .