Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάφνιος
δαφνίς
δαφνίτης
δαφνῖτις
δαφνο=γηθής
δαφνειδής
δάφνκοκκον
δαφνκόμης
δάφνκομος
δαφνπώλης
δάφνος
δαφνόσκιος
δαφνώδης
δαφνών
δαφνωτός
δαφοινεός
δαφοινήεις
δαφοινός
δάχανος
δαψίλεια
δαψιλεύομαι
View word page
δάφνος
δάφνος Σαμοθρᾳκική,
A). = δάφνη Ἀλεξανδρεία , Ps._ Dsc. 4.145 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάφνος
Headword (normalized):
δάφνος
Headword (normalized/stripped):
δαφνος
IDX:
23581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάφνος</span> <span class="foreign greek">Σαμοθρᾳκική,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δάφνη Ἀλεξανδρεία</span> , Ps._<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.145 </span>.</div> </div><br><br>'}