Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δάφνη
δαφνήεις
δαφνηφαγία
δαφνηφάγος
δαφνηφορεῖον
δαφνηφορέω
δαφνηφορία
δαφνηφορικός
δαφνηφόριος
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δάφνινος
δάφνιος
δαφνίς
δαφνίτης
δαφνῖτις
δαφνο=γηθής
δαφνειδής
δάφνκοκκον
δαφνκόμης
δάφνκομος
View word page
δαφνιακός
δαφν-ιακός
,
ή
,
όν
,
A).
belonging to a bay
:
δ. βίβλοι,
=
δαφνιακά
, a poem by Agathias,
AP
6.80
.
ShortDef
belonging to a laurel
Debugging
Headword:
δαφνιακός
Headword (normalized):
δαφνιακός
Headword (normalized/stripped):
δαφνιακος
IDX:
23569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23570
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαφν-ιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to a bay</span>: <span class="foreign greek">δ. βίβλοι,</span> = <span class="ref greek">δαφνιακά</span> , a poem by Agathias, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.80 </span>.</div> </div><br><br>'}