Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δασύπους
δασύπρωκτος
δασύπυγος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστηθος
δασύστομος
δασύτης
δασύτρωγλος
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέv
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δατισμός
δατύς
δατύσσω
View word page
δασύτρωγλος
δασύ-τρωγλος
,
ον
,
A).
=
δασύπρωκτος
,
AP
12.41
(
Mel.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δασύτρωγλος
Headword (normalized):
δασύτρωγλος
Headword (normalized/stripped):
δασυτρωγλος
IDX:
23533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23534
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δασύ-τρωγλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δασύπρωκτος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 12.41 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}