Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δασυπόδειος
δασυπόδιον
δασύπους
δασύπρωκτος
δασύπυγος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστηθος
δασύστομος
δασύτης
δασύτρωγλος
δασύφλοιος
δασυχαίτης
δατέv
δατέομαι
δατήριος
δάτησις
δατητής
Δατισμός
View word page
δασύστομος
δᾰσύ-στομος, ον,
A). with hoarse voice, Gal. 16.509 .


ShortDef

with hoarse voice

Debugging

Headword:
δασύστομος
Headword (normalized):
δασύστομος
Headword (normalized/stripped):
δασυστομος
IDX:
23531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰσύ-στομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with hoarse voice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.509 </span>.</div> </div><br><br>'}