Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δασυκνήμων
Δασύλλιος
δασυλλις
δάσυμα
δασύμαλλος
δασυμέτωπος
δασυντέον
δασυντής
δασύνω
δασυπόδειος
δασυπόδιον
δασύπους
δασύπρωκτος
δασύπυγος
δασυπώγων
δασύς
δασυσμός
δασύστερνος
δασύστηθος
δασύστομος
δασύτης
View word page
δασυπόδιον
δᾰσῠ-πόδιον,
A). = ἴον πορφυροῦν , Ps._ Dsc. 4.121 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δασυπόδιον
Headword (normalized):
δασυπόδιον
Headword (normalized/stripped):
δασυποδιον
IDX:
23522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰσῠ-πόδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἴον πορφυροῦν</span> , Ps._<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.121 </span>.</div> </div><br><br>'}