Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσομαι
δάσος
δάσοφρυς
δασπέταλον
δασπλῆτις
δάσσα
δάσσω
δαστός
δασυγένειος
δασυγραφέω
δάσυθριξ
δασύκερκος
δασύκλωνον
δασυκνήμις
View word page
δασπέταλον
δασπέτᾰλον·
πολύφυλλον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δασπέταλον
Headword (normalized):
δασπέταλον
Headword (normalized/stripped):
δασπεταλον
IDX:
23500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23501
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δασπέτᾰλον·</span> <span class="foreign greek">πολύφυλλον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}