Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δασκόν
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσομαι
δάσος
δάσοφρυς
δασπέταλον
δασπλῆτις
δάσσα
δάσσω
δαστός
δασυγένειος
δασυγραφέω
δάσυθριξ
View word page
δάσομαι
δάσομαι,
A). v. δατέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάσομαι
Headword (normalized):
δάσομαι
Headword (normalized/stripped):
δασομαι
IDX:
23497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δατέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}