Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
δαρτός
δάρυλλος
δάς
δασκάζει
δάσκιλλος
δάσκιος
δασκόν
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφορία
δασμοφόρος
δάσομαι
View word page
δασκόν
δασκόν· δασύ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δασκόν
Headword (normalized):
δασκόν
Headword (normalized/stripped):
δασκον
IDX:
23487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δασκόν·</span> <span class="foreign greek">δασύ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}