Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαρκνά
δάρμα
δαρός
δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
δαρτός
δάρυλλος
δάς
δασκάζει
δάσκιλλος
δάσκιος
δασκόν
δάσμα
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
View word page
δασκάζει
δασκάζει·
ὑποφεύγει,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δασκάζει
Headword (normalized):
δασκάζει
Headword (normalized/stripped):
δασκαζει
IDX:
23484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23485
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δασκάζει·</span> <span class="foreign greek">ὑποφεύγει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}