Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δάρειρ
δαρθάνω
Δαρικός
δάρκα
δάρκανος
δάρκες
δαρκνά
δάρμα
δαρός
δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
δαρτός
δάρυλλος
δάς
δασκάζει
δάσκιλλος
δάσκιος
View word page
δαρός
δᾱρός
,
δᾱρό-βιος
, Dor. for
δηρός, δηρό-βιος
:
δαρόν
also expld. by
ἑορτή,
and
ἄρτος ἄζυμος
(cf.
δάρατος
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαρός
Headword (normalized):
δαρός
Headword (normalized/stripped):
δαρος
IDX:
23476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23477
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾱρός</span>, <span class="orth greek">δᾱρό-βιος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δηρός, δηρό-βιος</span>:<span class="foreign greek">δαρόν</span> also expld. by <span class="foreign greek">ἑορτή,</span> and <span class="foreign greek">ἄρτος ἄζυμος</span> (cf. <span class="foreign greek">δάρατος</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}