Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δάρειρ
δαρθάνω
Δαρικός
δάρκα
δάρκανος
δάρκες
δαρκνά
δάρμα
δαρός
δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
δαρτός
δάρυλλος
δάς
View word page
δάρκες
δάρκες· δέσμαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάρκες
Headword (normalized):
δάρκες
Headword (normalized/stripped):
δαρκες
IDX:
23473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάρκες·</span> <span class="foreign greek">δέσμαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}