Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δάρδα
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δάρειρ
δαρθάνω
Δαρικός
δάρκα
δάρκανος
δάρκες
δαρκνά
δάρμα
δαρός
δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
δαρτός
δάρυλλος
View word page
δάρκανος
δάρκανος
,
A).
=
ἐρυθρόδανον
, Ps.-
Dsc.
3.143
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάρκανος
Headword (normalized):
δάρκανος
Headword (normalized/stripped):
δαρκανος
IDX:
23472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23473
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάρκανος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐρυθρόδανον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.143 </span>.</div> </div><br><br>'}