Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάπτω
δάρατος
δάρδα
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δάρειρ
δαρθάνω
Δαρικός
δάρκα
δάρκανος
δάρκες
δαρκνά
δάρμα
δαρός
δάροσος
δάρσις
δάρτης
δάρτινον
View word page
Δαρικός
Δαρικός,
A). v. Δαρεικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δαρικός
Headword (normalized):
δαρικός
Headword (normalized/stripped):
δαρικος
IDX:
23470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δαρικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Δαρεικός.</span> </div> </div><br><br>'}