Δαρεικός
Δᾱρεικός, ὁ, a Persian gold coin (but
A). Δ. ἀργύρειοι Cim. 10 ), prop. Adj. agreeing with στατήρ (in full, , 8.28 ), 7.28 Ec. 602 , An. 1.1.9 , , etc.; so 7.122 χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν ἔχων ; 17.66 χρυσὸς Δαρεικός :—written 1.5 Δαρικός and Δαριχός, IG 5(1).1 (Sparta). (From Δαρεῖος, cf. , acc. to some not 3.87 Nothus, ; the connection with Bab. dariku (dub. sens.) is v. doubtful.)