Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δάπανος
δαπανόω
δαπάνυλλα
δάπεδον
δάπης
δαπίδιον
δαπιδυφάντης
δάπις
δάπτης
δάπτω
δάρατος
δάρδα
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
View word page
δάπης
δάπης,
A). = δάπις , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάπης
Headword (normalized):
δάπης
Headword (normalized/stripped):
δαπης
IDX:
23455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάπης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δάπις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}