Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
δάπανος
View word page
δάπακες
δάπακες
(cod.
δαρπ-
)
· θυμάλωπες,
Hsch.
; cf.
δαύακες.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάπακες
Headword (normalized):
δάπακες
Headword (normalized/stripped):
δαπακες
IDX:
23441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23442
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάπακες</span> (cod. <span class="foreign greek">δαρπ-</span>)<span class="foreign greek">· θυμάλωπες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δαύακες.</span> </div><br><br>'}