Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
δαπανητής
δαπανητικός
δαπανοθήκη
View word page
δάοχος
δάοχος·
μοιχός,
Hsch.
; cf.
δαλιοχός.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάοχος
Headword (normalized):
δάοχος
Headword (normalized/stripped):
δαοχος
IDX:
23440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23441
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάοχος·</span> <span class="foreign greek">μοιχός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δαλιοχός.</span> </div><br><br>'}