Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
δαπανηρός
δαπάνησις
View word page
δαόν
δαόν· πολυχρόνιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαόν
Headword (normalized):
δαόν
Headword (normalized/stripped):
δαον
IDX:
23437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23438
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαόν·</span> <span class="foreign greek">πολυχρόνιον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}