Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρία
View word page
δάξα
δάξα· θάλασσα (Epir.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάξα
Headword (normalized):
δάξα
Headword (normalized/stripped):
δαξα
IDX:
23435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάξα·</span> <span class="foreign greek">θάλασσα</span> (Epir.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}