Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
δαπανάω
δαπάνη
View word page
δάντα
δάντα·
ζυγά,
Hsch.
δανῶν·
κακοποιῶν, κτείνων
(
Maced.
), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάντα
Headword (normalized):
δάντα
Headword (normalized/stripped):
δαντα
IDX:
23433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23434
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάντα·</span> <span class="foreign greek">ζυγά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δανῶν·</span> <span class="foreign greek">κακοποιῶν, κτείνων</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), Id.</div><br><br>'}