Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
δάος
Δᾶος
δάοχος
δάπακες
View word page
δάνος
δάνος (B),[ᾰ], Maced. for θάνατος, Plu. 2.22c .


ShortDef

gift, present
death

Debugging

Headword:
δάνος
Headword (normalized):
δάνος
Headword (normalized/stripped):
δανος
IDX:
23431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάνος</span> (B),[<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span> </span> for <span class="foreign greek">θάνατος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.22c </span>.</div><br><br>'}