Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
δάξα
δαξασμός
δαόν
View word page
δανές
δανές·
ἀληθὲς ἢ δῶρον ἢ μερίδα ἢ ἰσχύν, γέρας ἢ δάνειον,
Hsch.
δανήλοφα
,
A).
=
μακροτράχηλα
or
ὑψηλοτράχηλα,
Id. (i.e.
ταν-
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δανές
Headword (normalized):
δανές
Headword (normalized/stripped):
δανες
IDX:
23427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23428
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δανές·</span> <span class="foreign greek">ἀληθὲς ἢ δῶρον ἢ μερίδα ἢ ἰσχύν, γέρας ἢ δάνειον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δανήλοφα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μακροτράχηλα</span> or <span class="foreign greek">ὑψηλοτράχηλα,</span> Id. (i.e. <span class="foreign greek">ταν-</span>).</div> </div><br><br>'}