Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
δάνος
δανοτής
δάντα
δάξ
View word page
δανειστέον
δαν-ειστέον,
A). one must lend money, Plu. 2.408c .


ShortDef

one must lend money

Debugging

Headword:
δανειστέον
Headword (normalized):
δανειστέον
Headword (normalized/stripped):
δανειστεον
IDX:
23424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23425
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαν-ειστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must lend money,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.408c </span>.</div> </div><br><br>'}