Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
δανίζω
δανός
δάνος
View word page
δανειοκόπος
δᾰνειοκόπος, ,
A). usurer, prob. in Mitteis Chr. 80.27 (i A.D.).


ShortDef

usurer

Debugging

Headword:
δανειοκόπος
Headword (normalized):
δανειοκόπος
Headword (normalized/stripped):
δανειοκοπος
IDX:
23420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰνειοκόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">usurer,</span> prob. in Mitteis <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 80.27 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}