Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
δανειστικός
δανές
View word page
δάνδαλος
δάνδαλος, ,
A). = ἐριθακός , Hsch. δανδαρίκαι· οἱ βολευταί, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάνδαλος
Headword (normalized):
δάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
δανδαλος
IDX:
23417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάνδαλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐριθακός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δανδαρίκαι·</span> <span class="foreign greek">οἱ βολευταί,</span> Id.</div> </div><br><br>'}