Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστέον
δανειστής
View word page
δάνας
δάνας·
μερίδας
(
Caryst.
),
Hsch.
δανδαίνειν·
ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάνας
Headword (normalized):
δάνας
Headword (normalized/stripped):
δανας
IDX:
23415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23416
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάνας·</span> <span class="foreign greek">μερίδας</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Caryst.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δανδαίνειν·</span> <span class="foreign greek">ἀτενίζειν, φροντίζειν, μεριμνᾶν,</span> Id.</div><br><br>'}