Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
δάνεισμα
View word page
Δαναΐς
Δαναΐς, ,
A). = κόνυζα πλατύφυλλος , Ps.- Dsc. 3.121 .


ShortDef

daughter of Danaus (LSJ Δαναοί)

Debugging

Headword:
Δαναΐς
Headword (normalized):
δαναΐς
Headword (normalized/stripped):
δαναις
IDX:
23412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δαναΐς</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κόνυζα πλατύφυλλος</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.121 </span>.</div> </div><br><br>'}