Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
δανειοκόπος
δάνειον
View word page
δάναιε
δάναιε·
δαιδοῦλαι
( Tarent.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάναιε
Headword (normalized):
δάναιε
Headword (normalized/stripped):
δαναιε
IDX:
23411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23412
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάναιε·</span> <span class="foreign greek">δαιδοῦλαι</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}