Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
δανδαλίς
δάνδαλος
δανειακός
δανείζω
View word page
δάν
δάν, δαναιός, Dor. for δήν, δηναιός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δάν
Headword (normalized):
δάν
Headword (normalized/stripped):
δαν
IDX:
23409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δάν</span>, <span class="orth greek">δαναιός</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δήν, δηναιός.</span> </div><br><br>'}