Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
Δαναΐς
δανάκη
Δαναοί
δάνας
View word page
δαμοσόνιος
δαμοσόνιος
, a plant,
Hsch.
; cf.
δαμασώνιον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαμοσόνιος
Headword (normalized):
δαμοσόνιος
Headword (normalized/stripped):
δαμοσονιος
IDX:
23405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23406
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμοσόνιος</span>, a plant, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δαμασώνιον.</span> </div><br><br>'}