Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
Δανάη
δάναιε
View word page
Δαμοία
Δαμοία,
A). v. Δαμία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δαμοία
Headword (normalized):
δαμοία
Headword (normalized/stripped):
δαμοια
IDX:
23401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δαμοία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Δαμία.</span> </div> </div><br><br>'}