Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
Δάν
δάν
View word page
δαμογέρων
δᾱμογέρων, δαμόθεν, δαμόομαι, δᾱμόσιος, δᾶμος, δαμότης, Dor. for δημ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμογέρων
Headword (normalized):
δαμογέρων
Headword (normalized/stripped):
δαμογερων
IDX:
23399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾱμογέρων</span>, <span class="orth greek">δαμόθεν</span>, <span class="orth greek">δαμόομαι</span>, <span class="orth greek">δᾱμόσιος</span>, <span class="orth greek">δᾶμος</span>, <span class="orth greek">δαμότης</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δημ-.</span> </div><br><br>'}