Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
δαμοῦαι
δαμώματα
View word page
δαμνογόνη
δαμνογόνη, δαμνοδάμεια, δαμνώ,
A). she that subdues, epiths. of the Moon, Hymn.Mag. 5.43 .


ShortDef

she that subdues

Debugging

Headword:
δαμνογόνη
Headword (normalized):
δαμνογόνη
Headword (normalized/stripped):
δαμνογονη
IDX:
23397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμνογόνη</span>, <span class="orth greek">δαμνοδάμεια</span>, <span class="orth greek">δαμνώ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">she that subdues,</span> epiths. of the Moon, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hymn.Mag.</span> 5.43 </span>.</div> </div><br><br>'}