Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
δαμοσιοργία
δα+μοσιοφύλακες
δαμοσόνιος
View word page
δαμνῆτις
δαμνῆτις
,
ιδος
,
ἡ
,
A).
she that subdues,
Hsch.
δάμνια·
θύματα, σφάγια,
Id.
ShortDef
she that subdues
Debugging
Headword:
δαμνῆτις
Headword (normalized):
δαμνῆτις
Headword (normalized/stripped):
δαμνητις
IDX:
23395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23396
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμνῆτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">she that subdues,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δάμνια·</span> <span class="foreign greek">θύματα, σφάγια,</span> Id.</div> </div><br><br>'}