Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
Δαμοία
δαμοσιομάστας
View word page
δαμναμένη
δαμναμένη,
A). = κατανάγκη , Ps.- Dsc. 4.131 ; = κῆμος , ib. 133 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμναμένη
Headword (normalized):
δαμναμένη
Headword (normalized/stripped):
δαμναμενη
IDX:
23392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμναμένη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατανάγκη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.131 </span>; = <span class="ref greek">κῆμος</span> , ib.<span class="bibl"> 133 </span>.</div> </div><br><br>'}