Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δαμάτηρ
δαματρίζειν
δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
δαμογέρων
δαμοθοινία
View word page
δαμεύω
δᾱμεύω,
A). = δημοσιόω , IG 4.554 (Argos), cf. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμεύω
Headword (normalized):
δαμεύω
Headword (normalized/stripped):
δαμευω
IDX:
23390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾱμεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δημοσιόω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.554 </span> (Argos), cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}