Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμασώνιον
δαμάτειρα
Δαμάτηρ
δαματρίζειν
δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
δαμνογόνη
δαμνόν
View word page
δαμία
δᾱμία, Cret. for ζημία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμία
Headword (normalized):
δαμία
Headword (normalized/stripped):
δαμια
IDX:
23388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾱμία</span>, Cret. for <span class="foreign greek">ζημία.</span> </div><br><br>'}