Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμαστής
δαμαστικός
δαμασώνιον
δαμάτειρα
Δαμάτηρ
δαματρίζειν
δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
δαμνάω
δάμνημι
δαμνῆτις
δάμνιππος
View word page
δαμείω
δᾰμείω, δᾰμήμεναι,
A). v. δαμάζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμείω
Headword (normalized):
δαμείω
Headword (normalized/stripped):
δαμειω
IDX:
23386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰμείω</span>, <span class="orth greek">δᾰμήμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δαμάζω.</span> </div> </div><br><br>'}