Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαμασίφως
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
δαμαστέον
δαμαστής
δαμαστικός
δαμασώνιον
δαμάτειρα
Δαμάτηρ
δαματρίζειν
δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
δαμεύω
δαμιεργός
δαμναμένη
View word page
δαμάτριον
δαμάτριον·
ἄνθος ὅμοιον ναρκίσσῳ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαμάτριον
Headword (normalized):
δαμάτριον
Headword (normalized/stripped):
δαματριον
IDX:
23382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμάτριον·</span> <span class="foreign greek">ἄνθος ὅμοιον ναρκίσσῳ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}