Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίφως
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
δαμαστέον
δαμαστής
δαμαστικός
δαμασώνιον
δαμάτειρα
Δαμάτηρ
δαματρίζειν
δαμάτριον
Δαμάτριος
δαμάω
Δάμεια
δαμείω
δαμέτας
δαμία
Δαμία
View word page
δαμάτειρα
δᾰμάτειρα [μᾰ], , fem. of δαμαντήρ, AP 11.403 ( Luc.).


ShortDef

one who tames

Debugging

Headword:
δαμάτειρα
Headword (normalized):
δαμάτειρα
Headword (normalized/stripped):
δαματειρα
IDX:
23379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰμάτειρα</span> <span class="pron greek">[μᾰ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">δαμαντήρ,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.403 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span></span>).</div><br><br>'}