Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δαμάλιον
δάμαλις
δαμάλλοντες
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμαρούσιος
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
δαμασίφως
δαμασίχθων
Δαμασκηνόν
View word page
δαμαρούσιος
δαμαρούσιος·
ὀχετὸς δημόσιος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαμαρούσιος
Headword (normalized):
δαμαρούσιος
Headword (normalized/stripped):
δαμαρουσιος
IDX:
23364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23365
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμαρούσιος·</span> <span class="foreign greek">ὀχετὸς δημόσιος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}