Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δάλτος
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δαμάλιον
δάμαλις
δαμάλλοντες
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμαρούσιος
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
View word page
δαμάλλοντες
δαμάλλοντες· δαρδάπτοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμάλλοντες
Headword (normalized):
δαμάλλοντες
Headword (normalized/stripped):
δαμαλλοντες
IDX:
23358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαμάλλοντες·</span> <span class="foreign greek">δαρδάπτοντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}