Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαλός
δαλός
δάλτος
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δαμάλιον
δάμαλις
δαμάλλοντες
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμαρούσιος
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
View word page
δαμάλιον
δᾰμᾰ/λ-ιον, τό, Dim. of δάμαλις, PFlor. 150.2 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμάλιον
Headword (normalized):
δαμάλιον
Headword (normalized/stripped):
δαμαλιον
IDX:
23356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23357
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δᾰμᾰ/λ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δάμαλις,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 150.2 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}