Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
Δαλογενής
δαλός
δαλός
δάλτος
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δαμάλιον
δάμαλις
View word page
δαλός
δαλός· μελάνουρος ἰχθύς, Hsch. δαλοῦν· σύντομον, Id.


ShortDef

a fire-brand, piece of blazing wood

Debugging

Headword:
δαλός
Headword (normalized):
δαλός
Headword (normalized/stripped):
δαλος
IDX:
23347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δαλός·</span> <span class="foreign greek">μελάνουρος ἰχθύς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δαλοῦν·</span> <span class="foreign greek">σύντομον,</span> Id.</div><br><br>'}