Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δαλάγχαν
δαλέομαι
δαλερός
δάλιδας
δαλίον
Δάλιος
δαλιοχεῖν
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
Δαλογενής
δαλός
δαλός
δάλτος
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
View word page
Δαλογενής
Δᾱλογενής
,
ές
, Dor. for
Δηλογενής.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Δαλογενής
Headword (normalized):
δαλογενής
Headword (normalized/stripped):
δαλογενης
IDX:
23345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23346
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δᾱλογενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, Dor. for <span class="foreign greek">Δηλογενής.</span> </div><br><br>'}